προστραπών

προστραπών
προστρέπω
turn towards
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προστρέπω — Α [τρέπω] 1. στρέφομαι προς το μέρος κάποιου 2. (κατ επέκτ.) (ιδίως σχετικά με θεό) παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ (α. «τοσαῡτά σ , ὦ Ζεῡ, προστρέπω», Σοφ. β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ Ἀργείων χθόνα», Ευρ.) 3. πλησιάζω κάποιον ως εχθρός, με εχθρική διάθεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”